ταλαντόγραμμα

ταλαντόγραμμα
το, Ν
φυσ. καμπύλη χαραγμένη στον πίνακα τού ταλαντογράφου, τού παλμογράφου, αλλ. παλμογράφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντώνω + -γράμμα (< γράφω), πρβλ. ιδεό-γραμμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”